χαλινάρια

χαλινάρια
χαλινάριον
frenum
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάμπυξ — ἀνάμπυξ ( υκος), ο, η (Α) [ἄμπυξ] 1. αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του 2. στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα τής Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «χωρίς προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. a na pu ke) …   Dictionary of Greek

  • αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… …   Dictionary of Greek

  • αργυροχάλινος — ἀργυροχάλινος, ον (Α) αυτός που έχει χαλινάρια στολισμένα με άργυρο …   Dictionary of Greek

  • γκέμι — το (συνήθως πληθ.) τα γκέμια Ι. ηνία, χαλινάρια II. φρ. 1. «βαστάω καλά τα γκέμια» διευθύνω καλά, επιβάλλομαι απόλυτα 2. βάνει τού ψύλλου τα γκέμια» καταφέρνει τα πάντα, καλλιγώνει τον ψύλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gem] …   Dictionary of Greek

  • δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… …   Dictionary of Greek

  • δεξιολαβής — δεξιολαβής, ές (Μ) φρ. «δεξιολαβής ἵππος» ίππος τού οποίου τα χαλινάρια κρατάει κανείς με το δεξί χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + λαβής < (θ.) λαβ (έλαβον) τού λαμβάνω] …   Dictionary of Greek

  • ελευθερουργός — ἐλευθερουργός, όν (Α) (για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, χωρίς χαλινάρια …   Dictionary of Greek

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδεσμος — ἱππόδεσμος, ον (Α) 1. ο κατάλληλος για το δέσιμο τού ίππου 2. φρ. «ἱππόδεσμοι δακτύλιοι» οι κρίκοι χαλιναριού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱππόδεσμα τα ηνία, τα χαλινάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. ζυγό… …   Dictionary of Greek

  • κατανωτιαίος — α, ο (Α κατανωτιαῑος, αία, ον) αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται στα νώτα («ἡνίαι κατανωτιαῑαι» τα χαλινάρια κατά μήκος τής ράχης τού αλόγου, Ιουλ. Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”